ψείρας

ψείρας
ο
αυτός που ελέγχει κάτι σχολαστικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψείρας — ο, Ν [ψείρα] μτφ. 1. υπερβολικά λεπτολόγος άνθρωπος 2. φιλάργυρος, τσιγκούνης 3. ενοχλητικός …   Dictionary of Greek

  • κόνιδα — και κονίδα, η (ΑM κονίς, ίδος, Μ και κόνιδα) αβγά ψείρας, ψύλλου ή κοριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κονίς, ίδος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *knid «ψείρα, αβγό ψείρας» (το ο τού τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολ. επίδραση τής λ. κόνις «σκόνη») και συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • κονιδισμός — κονιδισμός, ὁ (Α) ασθένεια τών βλεφαρίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονίς, ίδος «αβγά ψείρας ή ψύλλου», πιθ. με την επίδραση ενός αμάρτυρου *κονιδίζω] …   Dictionary of Greek

  • μουνόψειρα — η 1. είδος ψείρας που παρασιτεί στο τρίχωμα τής ήβης 2. πολύ φορτικός άνθρωπος από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κανείς, κολλητσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουνί + ψείρα] …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • κόνιδα — κόνιδα, η και κονίδα, η αβγό της ψείρας, του κοριού, του ψύλλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”